συστοίχων

συστοίχων
σύστοιχος
belonging to the same column
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • όρχατος — ὄρχατος, ὁ (Α) 1. σειρά σύστοιχων αντικειμένων, κυρίως δένδρων 2. (με περιλπτ. σημ.) κήπος, περιβόλι («ἔκτοσθεν δ αὐλῆς μέγας ὄρχατος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. ατος (πρβλ. νέ ατος). Στη λ. ὄρχατος μπορεί πιθ. να αποδοθεί μια σημ.… …   Dictionary of Greek

  • λεμφοκοκκίωμα — Καλοήθης υπερπλαστική πάθηση του λεμφικού συστήματος. Το βουβωνικό λ. ή νόσος των Νικολά και Φαβρ είναι ένα αφροδίσιο νόσημα, που χαρακτηρίζεται από εξέλκωση του δέρματος και των βλεννογόνων στη γεννητική περιοχή, καθώς και από λεμφαδενίτιδα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”